- τροχόεις
- τροχόειςround as a wheelmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροχόεις — εσσα, εν, Α (ποιητ. τ.) στρογγυλός σαν τροχός, κυκλικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
τροχόεν — τροχόεις round as a wheel masc voc sg τροχόεις round as a wheel neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχόεντα — τροχόεις round as a wheel neut nom/voc/acc pl τροχόεις round as a wheel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχόεντας — τροχόεις round as a wheel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχόεντες — τροχόεις round as a wheel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχόεντι — τροχόεις round as a wheel masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχόεντος — τροχόεις round as a wheel masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχόεσσα — τροχόεις round as a wheel fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχόεσσαν — τροχόεις round as a wheel fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek